-
1 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
2 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
3 гольевой
επ.του ψαχνού κρέατος ή εντοσθίων•гольевой вес το βάρος του καθαρού (ψαχνού)κρέατος.
-
4 убойный
επ.1. του σφαγείου•убойный пункт σφαγείο.
|| για σφάξιμο•убойный скот ζώα για σφάξιμο (σφαγάρια).
2. (στρατ.) δραστικός•-ая сила осколка η δραστική δύναμη του θραύσματος•
-ая мощность артиллерийского огня η δραστικότητα του πυρός πυροβολικού•
оружие с большим -ым действием όπλο μεγάλης δραστικότητας•
убойный огонь δραστικό πυρ.
3. (για μέλη σώματος) τρωτός, αδύνατος, ευπρόσβλητος.εκφρ.убойный вес – το βάρος καθαρισμένου σφαχτού (χωρίς εντόσθια, λίπος, δέρμα). -
5 убойный
1. (относящийся к убою) του σφαγείου 2. (предназначенный на убой) για σφάξιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убойный
-
6 относительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о;1. (με δοτ.) παλ. σχετικός προς.2. σχετικός•, относительный вес σχετικό βάρος•понятие о благе -о η έννοια του αγαθού είναι σχετική•
- ое местоимение (γραμμ.) αναφορική αντωνυμία•
- ое предложение (γραμμ.) αναφορική πρόταση.
-
7 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα. -
8 чистый
чи́ст||ыйприл1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:\чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:\чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·3. (ясный, отчетливый) καθαρός:\чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):\чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:\чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:\чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά. -
9 атомный
επ.ατομικός!•атомный вес το ατομικό βάρος•
-ое ядро ο πυρήνας του ατόμου•
-ая бомба ατομική βόμβα•
-ая энергия ατομική ενέργεια•
-ая электростанция ατομικός ηλεκτροσταθμός•
атомный ледокол ατομικό παγοθραυστικό•
-ое оружие ατομικό όπλο•
атомный реактор ατομικός αντιδραστήρας.
-
10 согнать
сгоню, сгонишь, παρλθ. χρ. согнанный, βρ: -гнан, -а, -о ρ.σ.μ.1. διώχνω, εκδιώκω•согнать с квартиры διώχνω από το διαμέρισμα•
согнать со двора διώχνω από την αυλή•
согнать с работы διώχνω από τη δουλειά.
|| προγκίζω•согнать муху διώχνω τη μύγα.
2. εξαλείφω, απαλείφω• βγάζω•согнать веснушки εξαλείφω τις πανάδες.
|| εξαφανίζω.3. κατευθύνω, στέλλω με το ρεύμα του ποταμού.4. συγκεντρώνω, σαλαγώ•согнать стадо на опушку μαζεύω το κοπάδι στο ξέφωτο (δάσους).
εκφρ.согнать вес – ελαττώνω το βάρος.